κοπτάριον

κοπτάριον
κοπ-τάριον, τό, Dim. of κοπτή (
A

κοπτός 11.2

), lozenge, Dsc.4.188, Orib.8.47.16, Archig. ap. eund.8.46.10, Gal.13.58.
2 Dim. of κοπτή (

κοπτός 11.1

), PGoodsp.Cair.30 xlii5 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοπτάριον — κοπτάριον, τὸ (Α) [κοπτή (Ι)] 1. είδος ιατρικού τονωτικοὺ παρασκευάσματος τών αρχαίων από αμύγδαλα φρυγμένα και τριμμένα, μαζί με μέλι, πιπέρι και άλλες αρωματικές και διεγερτικές ουσίες 2. μαλακτικό τής κοιλιάς με τριμμένο αμύγδαλο, νίτρο,… …   Dictionary of Greek

  • κοπτάριον — lozenge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπτάρια — κοπτάριον lozenge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”